ευσταχιανή σάλπιγγα

ευσταχιανή σάλπιγγα
Σωλήνας, ο οποίος συνδέει το μέσον ους με τον λάρυγγα. Η σύνδεση αυτή εξυπηρετεί έναν ιδιαίτερο σκοπό. Επειδή ακριβώς το τύμπανο κλείνει ερμητικά όλο τον ακουστικό σωλήνα, θα πρέπει να υπάρχει εξισορρόπηση των πιέσεων που ασκούνται από την εξωτερική και από την εσωτερική πλευρά του τύμπανου. Αν δεν γινόταν αυτό, θα έπαιζε αποφασιστικό ρόλο στην ακοή ο παράγοντας της πίεσης, με αποτέλεσμα την άμβλυνσή της. Τον σκοπό αυτό εξυπηρετεί η ε.σ. γιατί ισορροπεί την πίεση στην εσωτερική και εξωτερική επιφάνεια του τυμπάνου. Συγκεκριμένη αντίληψη του τρόπου με τον οποίο γίνεται αυτό έχουν οι επιβάτες των αεροπλάνων κατά την απογείωση και κυρίως κατά την προσγείωση. Τότε, η αλλαγή της πίεσης στον θάλαμο των επιβατών είναι αισθητή και πρέπει η αύξηση της πίεσης στο εξωτερικό του τυμπάνου να ισοσταθμίσει με το ενδιάμεσο του αέρα, το οποίο θα μπει από την ε.σ. Ο πιθανός πόνος και το βούλωμα των αφτιών υποχωρεί, όταν ο επιβάτης καταπίνει πιέζοντας έτσι τον αέρα μέσα στη σάλπιγγα και αυξάνοντας την πίεση στην εσωτερική πλευρά του τυμπάνου. Κατά τη διάρκεια της απογείωσης και της προσγείωσης του αεροπλάνου ο επιβάτης είναι πιθανόν να αισθανθεί πόνο και βούλωμα των αυτιών. Τα συγκεκριμένα συμπτώματα θα υποχωρήσουν όταν προσπαθήσει να καταπιεί πιέζοντας έτσι τον αέρα μέσα στη ευσταχιανή σάλπιγγα και αυξάνοντας την πίεση στην εσωτερική πλευρά του τυμπάνου (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σάλπιγγα — Χάλκινο πνευστό όργανο. Ήταν γνωστό με στοιχειώδη μορφή από τους αρχαίους χρόνους, που το χρησιμοποιούσαν σε δημόσιες θρησκευτικές ή πολιτικές τελετές καθώς και στις πολεμικές επιχειρήσεις. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Εξόδου, οι Εβραίοι, το… …   Dictionary of Greek

  • σάλπιγγα — η γεν. πληθ. ίγγων 1. πνευστό μουσικό όργανο: Ήχος σάλπιγγας. 2. «ευσταχιανή σάλπιγγα», σωλήνας που συνδέει το μέσο αυτί με το φάρυγγα. 3. πληθ. σάλπιγγες, οι ωαγωγοί της μήτρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουστική σάλπιγγα — Βλ. λ. ευσταχιανή σάλπιγγα …   Dictionary of Greek

  • σαλπιγγικός — ή, ό, Ν [σάλπιγγα] 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευσταχιανή σάλπιγγα ή στις σάλπιγγες τής μήτρας τής γυναίκας 2. φρ. «σαλπιγγική εγκυμοσύνη» ιατρ. έκτοπη κύηση κατά την οποία το κύημα είναι εμφυτευμένο σε μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • σαλπιγγοφαρυγγικός — ή, ό, Ν (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευσταχιανή σάλπιγγα και στον φάρυγγα ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγγα + φαρυγγικός] …   Dictionary of Greek

  • σαλπιγγοϋπερώιος — α, ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευσταχιανή σάλπιγγα και στην υπερώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό και απόδοση ως προς το β συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. salpingopalatine < salpingo (< σάλπιγγα) + palatine «υπερώιος»] …   Dictionary of Greek

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • ευσταχιανός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον Ιταλό ανατόμο Ευστάχιο (Eustachi ή Eustachio) 2. φρ. «ευσταχιανή σάλπιγγα» σωλήνας με τον οποίο συγκοινωνεί το κοίλο τού τυμπάνου τού αφτιού με τον φάρυγγα και τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ευστάχιος + κατάλ. ανός, (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”